γουρλίτικος
Смотреть что такое "γουρλίτικος" в других словарях:
γουρλίτικος — η, ο βλ. γουρλίδικος … Dictionary of Greek
γουρλίδικος — και γουρλίτικος, η, ο [γουρλής] ο γουρλής … Dictionary of Greek
γουρλίτικος — η, ο βλ. γουρλίδικος … Dictionary of Greek
γουρλίδικος — και γουρλίτικος, η, ο [γουρλής] ο γουρλής … Dictionary of Greek